- πενιχρός
- πενῐχρός1 poor
ἀφνεὸς πενιχρός τε θανάτου παρὰ σᾶμα νέονται N. 7.19
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἀφνεὸς πενιχρός τε θανάτου παρὰ σᾶμα νέονται N. 7.19
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
πενιχρός — poor masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενιχρός — ή, ό / πενιχρός, ά, όν, ΝΑ αυτός που δεν έχει ουσιαστικό περιεχόμενο, ο ανάξιος λόγου, ο ασήμαντος («πενιχρά αποτελέσματα») νεοελλ. 1. λίγος, ανεπαρκής, ισχνός («πενιχρή αμοιβή») 2. ο δηλωτικός τής πενίας ή αυτός που αρμόζει σε φτωχό, φτωχικός… … Dictionary of Greek
πενιχρός — ή, ό 1. φτωχικός: Πενιχρά ρούχα. 2. λιγοστός, ανεπαρκής: Πενιχρά έσοδα. 3. ασήμαντος, μικρής αξίας: Πενιχρά τα αποτελέσματα της καλοκαιρινής μας δουλειάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πενιχρά — πενιχρός poor neut nom/voc/acc pl πενιχρά̱ , πενιχρός poor fem nom/voc/acc dual πενιχρά̱ , πενιχρός poor fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενιχρότερον — πενιχρός poor adverbial comp πενιχρός poor masc acc comp sg πενιχρός poor neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενιχροτέραις — πενιχρός poor fem dat comp pl πενιχροτέρᾱͅς , πενιχρός poor fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενιχρῶν — πενιχρός poor fem gen pl πενιχρός poor masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενιχρόν — πενιχρός poor masc acc sg πενιχρός poor neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενιχραῖς — πενιχρός poor fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενιχραί — πενιχρός poor fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενιχροτάτου — πενιχρός poor masc/neut gen superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)